- Kαραγκιόζης
- ο(λ. τουρκ.), ο πρωταγωνιστής του λαϊκού θεάτρου σκιών, το θέατρο σκιών: Ποτέ δεν πήγαμε στον καραγκιόζη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.